Βότρυς-Ναπολεόν_




...τη χρονιά που τελείωσε το σχολείο ο Κάππας -δυο-τρία χρόνια πριν τελειώσει και η 10ετία του 80 είχε ένα άγχος για το τι θα κάνει στη ζωή του. Καθώς όμως ήταν και λίγο κλάιν μάιν και του στύλ όπως έρθουν τα πράγματα κι ότι είναι να γίνει θα γίνει δεν πολυνοιάστηκε -φυσικά το πλήρωσε μετέπειτα κι από τις ελάχιστες φορές που έτυχε να συναντηθούμε από τοτε -γιατί όπως έχω πει ξανά στο παρελθόν κάποια στιγμή και μετά χάθηκαν τα ίχνη του -κανείς δεν ήξερε ούτε κι έμαθε ούτε τι κάνει ούτε που βρίσκεται.
Από τις ελάχιστες λοιπόν φορές που τύχαινε να συναντηθούμε ο Κάππας πάντα έκλεινε τις συζητήσεις λέγοντας -άσε ρε μαλάκα μεγάλη μαλακία ο τρόπος που ζούμε. μεγαλώνουμε ανάποδα -τι εννοείς τον ρωτούσα πάντα περισσότερο επειδή μου άρεσε ο τρόπος που περιέγραφε τις καταστάσεις και τα πράγματα παρά επειδή δεν ήξερα. ήξερα και πολύ καλά μάλιστα τόσες φορές που τα είχα ακούσει. Άσε που στο τέλος πλάσαρα τα "ρητά" του Κάππα ως δικά μου. έλεγε λοιπόν και χωρίς πολλές πολλές περιστροφές πως μεγαλώνουμε ανάποδα... Δηλαδή ρε μαλάκα και με έσπρωχνε για να πάρω χαμπάρι όταν μεγαλώσουμε έρχεται η γνώση, τα λεφτά τα αμάξια κι ό,τι άλλη μαλακία σκεφτείς και τότε -ξύπνααα μου φώναζε και με έσπρωχνε, ήμαστε γέροι ή κοντεύουμε να γεράσουμε, όρεξη δεν έχουμε μετά από λίγο δε θα μας σηκώνεται κιόλας και να τα χέσω όλα αυτά άμα δεν είμαι νέος.... και συνέχιζε λες και μονολογούσε...ποια κόλαση; εδώ είναι η κόλαση εδώ ρε μαλάκα -γύρναγε πάλι σε μένα και μ' έσπρωχνε για να πάρω χαμπάρι όπως έλεγε μας γαμάνε κάθε μέρα για ένα κομμάτι ψωμί κι εμείς λέμε κι ευχαριστώ...
Όταν τελείωσε λοιπόν το σχολείο -καλοκαίρι είναι έπειτα -δε γαμιέται κιόλας λεφτά έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν είχε από δω κι από κει την έβγαζε και ξημεροβραδιαζότανε στην παραλία και στις σκηνές και το βράδυ στη ντισκοτέκ. Εκεί συναντιόμασταν κιόλας αλλά ο Κάππας τότε το 'χε ρίξει πολύ στο διάβασμα και μόνο για βιβλία μιλούσε και για κάποιους συγγραφείς που ούτε είχα ξανακούσει ποτέ...
Σαν άρχισε ο Σεπτέμβρης από σπόντα και χωρίς να το πολυθέλει ο ίδιος βρέθηκε να δουλεύει γκαρσόνι σε μία από τις δύο καφετέρειες του χωριού. Εκεί έμαθε να ακούει και μουσική καθώς το μαγαζί ήταν ροκάδικο -μόνο κασσέτες έπαιζε και στις χοροεσπερίδες που διοργάνωναν κάθε Σαββατόβραδο οι τάξεις του Λυκείου ερχόταν ένας τύπος Ξανθός-μεγαλύτερος από τον Κάππα και που ήταν ολόκληρη την ημέρα στην καφετέρεια και ο Κάππας απορούσε που έβρισκε τα λεφτά και πήγαιναν μαζί με το αφεντικό-ιδιοκτήτη της καφετέρειας στη ντισκοτέκ εκεί που μου έλεγε ο Κάππας για τους συγγραφείς-άγνωστους σε μένα και τώρα θυμήθηκα πως ένας από αυτούς ήταν και ο Φρόιντ κι έπαιρναν τους δίσκους που είχε αφού το χειμώνα ήταν κλειστή κι ο Ξανθός έπαιζε μουσική. Εκεί έκανε και τα πρώτα του μιξαρίσματα ο Κάππας και μπήκε λίγο πιο βαθιά στο χώρο της μουσικής.
Ένα μεσημέρι λοιπόν -τότε, στη 10ετία του 80 και λίγο πιο μετά οι καφετέρειες έμεναν ανοικτές και τα μεσημέρια -μετά αποφάσισαν πως κονόμησαν και τις έκλειναν το μεσημέρι- σκάει λοιπόν ο Ξανθός -ο Κάππας ήταν μόνος του σε ένα άδειο και τεράστιο μαγαζί, καθισμένος στη μπάρα σαν πελάτης και ως συνήθως κάτι διάβαζε -του 'χε μείνει το κουσούρι από το καλοκαίρι- ο Ξανθός κορόιδεψε λίγο τον Κάππα, αυτός κλάιν μάιν περισσότερο επειδή συμπαθούσε τον Ξανθό και το μυστήριο που κουβαλούσε γύρω του κι απλά του χαμογέλασε...
»-Τι θα μου βάλεις να πιω;» είπε ο Ξανθός. »-Δεν ξέρω, τι θέλεις μεσημεριάτικα καμμιά λεμονάδα; του είπε ο Κάππας. »- Έ όχι και λεμονάδα ξανάπε ο Ξανθός κι ο Κάππας ξαναγύρισε στο βιβλίο του λέγοντας »-Κάτσε λίγο κι όταν αποφασίσεις πες μου
Ο Ξανθός μετακινήθηκε στα δεξιά του και της μπάρας σέρνοντας το χέρι του και λεκιάζοντας με την ιδρωμένη παλάμη το μόλις καθαρισμένο και γυαλισμένο με Οβερλάυ ξύλο της. Ο Κάππας βλαστήμησε από μέσα του, παράτησε το βιβλίο -έτσι κι αλλιώς η ανάγνωση πήγαινε περίπατο άσε που του 'χε κοπεί και η όρεξη και ο ειρμός τώρα πια! Πέρασε πίσω από τη μπάρα και χάζεψε το είδωλό του στους καθρέφτες της. Κλασσικό ντεκόρ-διακόσμηση 10ετίας 80 καθρέφτες σχεδόν παντού και καθρέφτες ανάμεσα στα ράφια που φιλοξενούσαν τα μπουκάλια με τα ποτά. Η μπάρα χωριζόταν ε δύο μέρη. αριστερά όπως την κοίταζε ο Κάππας τα λικέρ, οι βότκες και τα λοιπά ξηρά ποτά και στην άλλη μεριά -τη δεξιά τα ουΐσκια, στο αποπάνω τα κονιάκ και κάποια άδεια και αδιάφανα μπουκάλια που υπήρχαν για διακοσμητικά αλλά και για να γεμίζουν τα άδεια ράφια...
Τις δύο αυτές ραφιέρες της μπάρας με τους καθρέφτες πίσω από κάθε ράφι και που σιχαινόταν κάθε φορά να καθαρίζει επειδή του έπαιρνε πολύ χρόνο αλλά δε μπορούσε και να φανταστεί τα ράφια χωρίς αυτούς, τις χώριζε ένας τεράστιος καθρέφτης που μπροστά του όμως είχε ένα κάγκελο κι έκανε τον Κάππα να νομίζει κάθε φορά που τον καθάριζε πως βρίσκεται στη φυλακή κάποιου κάστρου..και πως θα δραπετέψω... και μπροστά από το κάγκελο που είχε πάνω του ένα σωρό μικρομαλακίες-μπιχλιμπίδια άγνωστης προελεύσεως που ευχαρίστως θα τα έχωνε στον κάδο των σκουπιδιών, ένα τεράστιο διαφημιστικό μπουκάλι από κονιάκ Μεταξά και δίπλα ένα μικρότερο Βότρυς -κονιάκ λούμπα δηλαδή που το χρησιμοποιούσαν να βάζουν όταν ζητούσαν τσάι με κονιάκ.... Με αυτό το απροσδιορίστου ποιότητος κονιάκ λοιπόν, είχε γεμίσει ο Κάππας ένα από τα άδεια-ντεκόρ μπουκάλια που υπήρχαν στη δεξιά μεριά της μπάρας από κονιάκ Ναπολεόν...για να μην είναι άδειο... «Πολύ όμορφο μπουκάλι...» μου έλεγε μερικές φορές που φιλοσοφούσαμε καθισμένοι στη μπάρα...«σα γκομενάκι είναι..»
Ο Ξανθός πλησίασε προς τα κει και το μάτι είχε καρφωθεί στο παραπάνω ντεκόρ μπουκάλι Ναπολεόν.

»-Το Ναπολεόν, Ναπολεόν είναι; όχι ρε πούστη μου τώρα, είπε ο Κάππας -τι του λένε; »-Δεν ξέρω να σου πω την αλήθεια. Εδώ το είχα βρει και γύρισε να πιάσει το πράσινο ματ μπουκάλι. »-Καλά, του είπε ο Ξανθός, βάλε μου λίγο να δοκιμάσω και θα σου πω -ξέρω από κονιάκ. Ο Κάππας του σέρβιρε μια γερή δόση δε ένα σφηνοπότηρο -έτσι κι αλλιώς τσάμπα πάει με τα τσάγια σκέφτηκε...
Ο Ξανθός το μύρισε λες και μύριζε κάποιο πρώτης τάξεως κρασί και μετά ήπιε λίγο, το κράτησε στο στόμα του και μετά το κατάπιε πλατιγιάζοντας τα χείλια του...
Ο Κάππας κοιτούσε αλλού τακτοποιώντας μπουκάλια στα ράφια...
»-Αυτό είναι κονιάκ ρε δικέ μου, του είπε κι όχι οι μαλακίες που πίνουμε άλλες φορές εδώ μέσα....
Βάλε μου ένα κανονικό και πες μου πόσο κάνει...
Ο Κάππας σερβίρισε άλλη μια γενναία δόση κονιάκ Βότρυς από το πράσινο ματ μπουκάλι του Ναπολεόν το πάσαρε λέγοντας »-το σφηνάκι έτσι κι αλλιώς δείγμα ήταν.. »-Πόσο κάνει; ρώτησε ο Ξανθός »-Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω, είπε ο Κάππας το τριάρι -εννοώντας Μεταξά, κάνει 80 δραχμές, το 5άρι έχει 120, τώρα τι να σου πω, δώσε ότι θέλεις -νερό να σου φέρω; »-Πας καλά; του είπε ο Ξανθός δεν πίνεται με νερό το Ναπολεόν. Ο Κάππας μειδίασε ελαφρά κι άρχισε να απομακρύνεται... »-Δεδομένης της μάρκας και της ποιότητος συνέχισε ο Ξανθός 250 δραχμές νομίζω είναι μια χαρά... »-Μια χαρά είναι είναι επανέλαβε σαν ηχώ ο Κάππας κοιτάζοντάς τον να απομακρύνεται κρατώντας το ποτήρι με το Βότρυς-Ναπολεόν και πλησιάζοντας στο τραπεζάκι με το σκάκι διπλά από τον τεράστιο καθρέφτη απέναντι από τη μπάρα. Είχε έρθει κάποιος άλλος και θα έπαιζαν σκάκι μέχρι το σούρουπο....
Το βράδυ, λίγο πριν κλείσει το μαγαζί κι αφού είχε τελειώσει το σκούπισμα ο Κάππας, άδειασε το Βότρυς-Ναπολεόν στο τεράστιο μπουκάλι κονιάκ Μεταξά-λούμπα για τα τσάγια, σκούντηξε το πράσινο άδειο ματ μπουκάλι Ναπολεόν να πέσει στο δάπεδο και να σπάσει, μάζεψε τα γυαλιά, τα πέταξε στον κάδο κλείδωσε κι έφυγε χωρίς να πετάξει τα σκουπίδια, σιγοσφυρίζοντας το Roxanne από τους Police που είχε ακούσει καμμιά 10ριά φορές όλο το απόγιομα.
«κρίμα το μπουκάλι κι ήταν ωραίο...σαν γκομενάκι...» και μετά, χώνοντας τα χέρια βαθειά στις τσέπες και σηκώνοντας τους γιακάδες του ναυτικού του επενδύτη....«you don't have to put on the red light...»
έκοψε τον ανήφορο για το σπίτι του....


0 σχόλια [ποστ γιουαρ]: