[:page 397]




Κάθονταν απέναντι ο ένας από τον άλλο, αμίλητοι, συνοφρυωμένοι
δε μιλούσαν,
μερικές φορές τύχαινε και οι ματιές τους αντάμωναν η μία την άλλη
αλλά τότε ήταν που γύριζαν απότομα το κεφάλι από την άλλη

και το ψηφιακό κοντέρ μετρούσε ασταμάτητα το χρόνο...
"η έννοια του χρόνου δεν υφίσταται..."
Κάπου έπαιζε και μια μουσική...
Ερχόταν αχνά στ' αυτιά τους ανακατεμένη με ήχους του δρόμου
και ήχους από zippo που άναβαν τα τσιγάρα...

Τα τσιγάρα άναβαν γρηγορότερα από ότι καιγόντουσαν
και το ψηφιακό κοντέρ μετρούσε ανελέητα το χρόνο...
Υπήρχε κι αυτή η μόνιμη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια του...
Πριν μερικό καιρό την είχε χάσει, δε γνώριζε καν που πήγε,
γιατί τον άφησε και αναρωτιόταν αλλά ήξερε πολύ καλά πως θα επέστρεφε.
Δριμύτερη από κάθε άλλη φορά...
(για τη ρυτίδα μιλάμε, έτσι;)

Κι έτσι σήμερα που τη συνάντησε το πρωΐ, παρέα με τη μούρη του στον καθρέφτη,
ένοιωσε και πάλι πολύ οικεία μαζί της.
Με τη ρυτίδα, έτσι; Όχι με τη μούρη του. Τη μούρη του, προτιμούσε να μην τη βλέπει.

Έριξε μια ματιά προς το μέρος της της τη στιγμή που νόμιζε πως δεν τον έβλεπε
αλλά αυτή τον κοιτούσε.
Τράβηξε το βλέμμα του. Δεν ήθελε να δει τα μάτια της.
Τον κοίταξε μέσα στα μάτια, μετά τον ξανακοίταξε και μετά το κεφάλι της έπεσε στον ώμο της.
Όχι στον αριστερό, στον άλλο...
Έμεινε για λίγο εκεί αλλά ήταν σκοτάδι και δε μπορούσε να διακρίνει τίποτα.
Μόνο το γαμημένο το ψηφιακό κοντέρ που με τους φωτεινούς του δείκτες μετρούσε ασταμάτητα και μάκραινε την απόσταση.
Σαν τότε που...
Τότε που... δε θέλει να θυμάται όμως...
Ήχος από zippo, σαν όπλο. Όπλο ο zippo; Πως του ήρθε τώρα αυτό..
Έριξε μια ματιά στο προφίλ της. Φαινόταν απασχολημένη με κάτι αλλά αυτός δεν ήξερε με τι αλλά δεν προσφέρθηκε και να ρωτήσει...
Και το ψηφιακό κοντέρ συνέχιζε να μετρά το χρόνο.
Έπαιξε με το zippo.
Ο zippo της Αλεξάνδρας.
Και η μορφή της χαμένη ανάμεσα στα ατέλειωτα νούμερα κάποιου ψηφιακού κοντέρ...

Άναψε ένα καινούργιο κακοστριμμένο τσιγάρο από μια καινούργια σακούλα καπνού. Μέτρησε και τις υπόλοιπες πάνω στο τραπέζι. Διψήφιος αριθμός και μετά κι άλλο νούμερο. Σε ευρώ αυτή τη φορά. Βλαστήμισε.
Από μέσα του επειδή σήμερα κανείς τους δε μιλούσε.
"Έτσι κι αλλιώς άμα δεν έχεις τίποτα να πεις, καλύτερα να το βουλώνεις".
Η μορφή της στο σκοτάδι ή καλύτερα στο μισοσκόταδο αλλά και πάλι σκοτάδι ήτανε.
Το δωμάτιο συνέχιζε να φωτίζεται μόνο από τις κάφτρες των τσιγάρων κι από τους δείχτες του ψηφιακού κοντέρ που δεν έλεγε με τίποτα να χαλάσει...
"I got a piece of meat In between my teeth I will bite your throat If you move on me"

"...έτσι είναι ρε φίλε αυτό που θέλεις να χάσεις δε χάνεται ποτέ
—δε φεύγει και σε περιμένει—
κι αυτό που θέλεις να σε περιμένει πάντα φεύγει και χάνεται..."
Γύρισε να δει από που ερχόταν και βρέθηκε στο πάτωμα.
Έξω είχε πάρει να σουρουπώνει και το ψηφιακό κοντέρ ασφαλώς και δεν υπήρχε πουθενά.
Ούτε και τίποτα άλλο. Ούτε καν εκείνη.
Από τον υπολογιστή μόνο ακουγόταν η μουσική...
"Κοιμόμουν όλη τη μέρα" μουρμούρισε βλαστημώντας και τράβηξε προς το νιπτήρα να ρίξει νερό στο πρόσωπό του....
"Γαμημένα όνειρα..." συνέχισε αλλά ο ήχος του νερού σκέπασε τα υπόλοιπα λόγια του. Ανάμεσα από το νερό που τον ξέπλενε η μορφή της Αλεξάνδρας του χαμογελούσε από τον καθρέφτη.
"Ακόμα σε όνειρο βρίσκομαι",
σκέφτηκε και της γύρισε την πλάτη ψάχνοντας πετσέτα...

3 σχόλια [ποστ γιουαρ]:

mamma said...

α ρε Αλεξάνδρα!

(το ξέρω πως το έχω ξαναγράψει αυτό το σχόλιο αλλά κι εσύ έχεις ξαναγράψει για την Αλεξάνδρα:)

molly said...

πραγματικότητα, όνειρα και ο χρόνος.
Η πραγματικότητά μας σαν μια καλοστημένη σκακιέρα που περιμένει να παίξουμε ένα και μοναδικό παιχνίδι,με πολύ φαντασία και πιόνια τα όνειρά μας και η κλεψύδρα (ή το ψηφιακό κοντέρ) να μετρά αντίστροφα το χρόνο για τις κινήσεις μας..αλλά είπαμε " η έννοια του χρόνου δεν υφίσταται".Και που κερδίζεται το παιχνίδι τελικά?
Somewhere between Reality and Fantasy?

akrat said...

καλησπέρα

υπέροχον συνήθως δεν σχολιάζω... αλλά μέσα στην τούρλα του θέρους... εδροσίστην