[:some other time]

"Έτοιμο το φαγητό αγάπη μου;"
Η φωνή της τον ξαφνιάζει και παραλίγο να πετάξει στο πάτωμα το μπουκάλι με το λάδι στα δεξιά του.
Τα τακούνια της χτυπάνε στις πλάκες του διαδρόμου και ο ήχος των κλειδιών
που τα πετά πάνω στο τραπεζάκι ακούγεται σαν κανονιά...
Τη φαντάζεται να έρχεται ντυμένη με τα ρούχα που φορούσε στη συναυλία που την πρωτοσυνάντησε (σχεδόν)...

Αυτά μπορεί και να τα είπε, μπορεί να τα σκέφτηκε ή να τα μουρμούρισε.
Τώρα τελευταία δεν είναι για τίποτα σίγουρος όσον αφορά τον εαυτό του...

Τη φαντάζεται να έρχεται... Πάντα τη φαντάζεται... Να έρχεται...

"μισό λεπτό...να τηγανιστεί... σε χαμηλή φωτιά... στο ένα!"
"μμμμμ... μυρίζει πολύ ωραία!"

Νόμισε πως την άκουσε να του λέει και το άρωμά της σκέπασε ακόμα και τις μυρωδιές της κουζίνας -ο απορροφητήρας έτσι κι αλλιώς είχε από πάντα διακοσμητικό ρόλο.
Το άρωμα, το φαντάστηκε αλλά τώρα, μπορεί και να το έχει αλλάξει,
δεν ξέρει -αν έχει αλλάξει το άρωμα εννοώ.
Το μόνο που ξέρει είναι πως δε θα μάθει πότε
Δε γύρισε να την κοιτάξει.
Την ένοιωθε πίσω του, κολλητά σχεδόν πάνω του
και η ανάσα της έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται κάγκελο.
Ευχήθηκε να φορούσε μπλουζάκι με γιακάδες. Τουλάχιστον θα τους είχε σηκώσει.
Την ένοιωθε πίσω του, κολλητά σχεδόν πάνω του
όπως τότε στη συναυλία, μόνο που τότε αυτή συνοδευόταν κι αυτός
-όπως πάντα- ήταν μόνος του!
Αλλά με το που την είχε δει, είχε κολλήσει πάνω της -πιο κοντά δε γινόταν, βοηθούσε κι ο συνωστισμός όπως και να το κάνεις και δεν καρφωνόταν.
Αυτή χόρευε και τα κορμιά τους αγγίζονταν και ήταν σα να χόρευαν παρέα -ούτε που τον είχε δει κι αυτός απορούσε με το θράσος του!
Ο κόσμος μετατοπίστηκε Ήρθαν δίπλα του. Αυτή και αυτός -αυτός που τη συνόδευε. Το μυστήριο ήταν αλλού. Αυτός δε μετακινήθηκε, άλλωστε η τσάντα
που ήταν παρατημένη στο χώμα κι ανάμεσα στα πόδια του δεν του επέτρεπε τέτοιες πολυτέλειες.
Την είδε -με την άκρη του ματιού του, δίπλα του. Φανελάκι σε απόχρωση του πράσινου, αμάνικο και δέρμα σταρένιο. Παντελόνι στρατιωτικό.
Έριξε και μια ματιά στον τύπο που τη συνόδευε. Μακρύ μαλλί, πιασμένο αλογοουρά, με σπυριά κι αδύνατος, παντελόνι σωλήνα, μπλε τζην άγνωστης μάρκας.
Κοίταξε ξανά προς τη σκηνή, ο Κέιβ θα έβγαινε σε λίγο. Οι Τρύπες,
που είχαν προηγηθεί τα είχαν κάνει μπάχαλο καθώς το Τρένο δεν έλεγε να ξεκινήσει από το σταθμό κι ο αρκουδιάρης κατάβρεχε τους μπροστινούς με
νερό από κάποια πλαστικά μπουκάλια. Μπορεί να χρησιμοποίησε και κουβά αλλά
τώρα πια δε μπορεί να πει με σιγουριά!! Έχουν περάσει κοντά δεκαπέντε χρόνια από κείνη τη μέρα-νύχτα.

Ξανακοίταξε δίπλα του -στ' αριστερά του. Αυτή είχε γυρίσει το κεφάλι
και τον παρατηρούσε. Κανονικά όμως από πάνω μέχρι κάτω.
Άρχισε να ιδρώνει. Έβγαλε το μπλουζάκι που είχε περασμένο στο πίσω μέρος της ζώνης του και το φόρεσε. Η παρέα της κοιτούσε προς το μέρος της σκηνής
κι αυτή μια τη σκηνή και μια αυτόν!! Αυτός με το κεφάλι στραμμένο προς τη σκηνή την κοίταζε όσο μπορούσε να δει και με το δεξί του χέρι άγγιζε το μπράτσο της. Αυτή, πλησίασε λίγο προς το μέρος του. Ο κόσμος που είχε αρχίσει να ξαναμαζεύεται βοήθησε σε αυτό. Σκόνη σηκώθηκε και την ένοιωσε να κολλά πάνω του. Και τη σκόνη και την κοπέλα στ' αριστερά του.
Για λίγο ησυχία και η παρέα συνεδριάζει για το αν θα πάνε πιο κοντά στη σκηνή ή όχι. Άλλωστε, Κέιβ είναι αυτός. Αυτός δεν ξέρει ακόμα τι θα κάνει. Είναι και κουρασμένος όλη μέρα σε κείνο το κωλομέρος, μόνος να κόβει βόλτες στα περιορισμένα τετραγωνικά του χώρου.
Στέκεται στη θέση του. Αγγίζονται με την κοπέλα. Τελικά η παρέα αποφάσισε να πάνε προς τα μέσα, στη σκηνή. Αυτός δεν ανήκει σε καμιά παρέα απόψε. Ποτέ δεν ανήκε. Πάντοτε γκεστ σταρ ήτανε...
"Γιώργο, μπορείς να πας να μου φέρεις το μπλουζάκι; Κρυώνω λίγο..."
Οι υπόλοιποι -και ο Γιώργος, έχουν αρχίσει να κινούνται προς τη σκηνή...
Πως είναι δυνατόν να κρυώνει με τέτοια ζέστη, η σκέψη είναι άσχετη και μόλις
πρόλαβε να κάνει ένα πέρασμα από το κεφάλι του.
"Άσε μας ρε Αλεξάνδρα που κρυώνεις με τέτοια ζέστη, άντε, κουνήσου" και προχωράει προς τα μέσα.
Νοιώθει το χέρι της να σφίγγει το μπράτσο του εκεί που λίγο πριν ακουμπούσαν
Τον κοίταξε στα μάτια -έκανε κι αυτός το ίδιο για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ.
Του κούνησε το κεφάλι κι έφυγε...

Μένει στη θέση του βλέποντάς την χάνεται ανάμεσα στους άλλους που κάνουν
το ίδιο μέχρι που την χάνει εντελώς. Περιμένει λίγο ακόμα.
Ο Κέιβ βγαίνει και καλησπερίζει με τα σπαστά του ελληνικά. Σκύβει, μαζεύει την τσάντα από τα χώματα. Η Νίκον είναι ακόμα μέσα αλλά τώρα πια δεν έχει όρεξη να τραβήξει καμιά φωτογραφία. Φορτώνεται την τσάντα στον ώμο του και τραβάει προς τα κιόσκια που πουλάνε μεταχειρισμένα ρούχα...

Η σάλτσα που ετοίμαζε στο τηγάνι, σκάει και τον καίει.
Τινάζεται απότομα και τελικά το μπουκάλι από χαβάνα μαύρο -αυτό που το γέμιζε με λάδι-
που ήταν στα δεξιά του, σκάει στο πάτωμα και διαλύεται...


"Γαμώτημπουτάναμουγαμώ" βλαστημάει...



Το πατσαβούρι που παίρνει για να σκουπίσει τα χυμένα λάδια
είναι από το πουκάμισο που αγόρασε κάποτε, στη συναυλία του Κέιβ, στη Φρεατίδα..
Χρόνια πριν...
Τη σάλτσα την πρόλαβε στο τσακ και δεν κάηκε...

"Θα φάμε κάποια άλλη στιγμή παρέα" μουρμουρίζει
μαζεύοντας γυαλιά και λάδια από το πάτωμα της κουζίνας...

Τη φαντάζεται να έρχεται... Πάντα τη φαντάζεται... Να έρχεται εννοώ...
Ποτέ δεν το έκανε...

Nick Cave And The Bad Seeds - As I Sat Sadly By Her Side
Bas Lexter Ensample - Operation Grandslam
Sacred Spirit - Slow And Easy
Sacred Spirit - The Sun Won't Talk No More