[:foothill]

ήτανε -λέει- κάτω, χαμηλά -στους πρόποδες του λόφου
και γέμιζε με τα χέρια κάτι άσπρα τσουβάλια με χώμα.
φώναξα -μέχρι που πόνεσα αλλά δε φάνηκε να με άκουσε
και για να λέμε την αλήθεια ούτε κι εγώ άκουγα τη φωνή μου.
έψαξα να βρω να πετάξω μια πέτρα -τόσο δάσος και δεν υπήρχε 
ούτε για δείγμα. σα να τις είχε μαζέψει όλες κάποιος.
«δε γαμιέται, θα πάω προς τα κει» σκέφτηκα
-«κι ότι είναι να γίνει, θα γίνει»
ξεκίνησα ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στα πεύκα αλλά τελικά ήτανε
λες και και πήγαινα ένα βήμα μπρος, δύο πίσω
όπως γίνεται ως συνήθως στα όνειρα.
όταν έφτασα δεν ήταν κανένας μόνο τα τσουβάλια άδεια
 -ή μισογεμάτα να θες-
με χώμα βρεγμένο και παρατημένα.
μέσα από τα καλάμια ακούστηκε ένα σούρσιμο
σα σφύριγμα 
αλλά ο ήλιος έπεφτε και δεν ήταν να μένεις και πολύ
σε κείνο το μέρος.
δεν παίζουν με τις ψυχές

0 σχόλια [ποστ γιουαρ]: